dévaliser - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dévaliser - translation to γαλλικά


dévaliser      
грабить, воровать/обворовать;
dévaliser un voyageur de ses bagages - красть вещи у пассажира;
dévaliser un appartement - ограбить [обчистить] квартиру;
j'ai été dévalisé - меня ограбили [обворовали];
dévaliser une boutique - скупать/скупить всё, что есть в магазине
dévaliser      
- грабить, насильственно отнимать одежду, ценности
dévaliser      
{vt}
ограбить, обокрасть, обобрать
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dévaliser
1. Deux individus encagoulés sen sont pris ŕ un bijoutier pour dévaliser sa joaillerie ŕ Béni Saf.
2. Mais aussi pour faire des rencontres sur les quais, dévaliser les magasins ou, encore, observer les Européens.
3. Il s‘est opposé ŕ la police aucours d‘une longue fusillade et a réussi ŕ dévaliser une banque, a–t–on ajouté de męme source.
4. Ces gendarmes encouraient de graves risques car si les autochtones se bornaient à dévaliser les Européens quils attaquaient sur les routes, ils tuaient généralement ces auxiliaires isolés.
5. Les deux suspects arrętés mercredi dans le Tennessee prévoyaient de dévaliser une armurerie et d’assassiner le candidat démocrate. (photo: AFP) ETATS–UNIS.